- ἀγαθοφανής
- ἀγαθο-φανής, ές,A appearing good, hypocritical, Democr.82.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αγαθοφανής — ές (Α ἀγαθοφανής) ο φαινομενικά, υποκριτικά αγαθός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγαθὸς + φανὴς < ἐφάνην, φαίνω] … Dictionary of Greek
ἀγαθοφανέες — ἀγαθοφανής appearing good masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)